- φοίνια
- φοίνιοςofneut nom/voc/acc plφοίνιοςofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοινία — φοινίᾱ , φοίνιος of fem nom/voc/acc dual φοινίᾱ , φοίνιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίας — φοινίᾱς , φοίνιος of fem acc pl φοινίᾱς , φοίνιος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνι' — φοίνια , φοίνιος of neut nom/voc/acc pl φοίνια , φοίνιος of neut nom/voc/acc pl φοίνιε , φοίνιος of masc voc sg φοίνιε , φοίνιος of masc/fem voc sg φοίνιαι , φοίνιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίαν — φοινίᾱν , φοίνιος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόσος — Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο,… … Dictionary of Greek
καταμώ — καταμῶ, άω (Α) 1. κατακόπτω, θερίζω («κατ αὖ νιν φοινία θεῶν τῶν νερτέρων ἀμᾷ κοπίς» θα τόν κατακάψει το φονικό μαχαίρι τών θεών τού κάτω κόσμου, Σοφ.) 2. μέσ. καταμῶμαι, άομαι συσσωρεύω, συναθροίζω («τήν ῥα κυλινδόμενος καταμήσατο χερσὶν ἑῇσιν» … Dictionary of Greek